- καλαμπαλίκι
- το1. συρροή πλήθους ανθρώπων που θορυβούν, οχλαγωγία2. σωρός διαφόρων όχι πολύτιμων πραγμάτων, ιδίως οικιακών, τα πράγματα τού νοικοκυριού3. μτφ. στον πληθ. τα καλαμπαλίκιαοι όρχεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalabalik «πλήθος»].
Dictionary of Greek. 2013.